φωριδιος

φωριδιος
    φωρίδιος
    3
    Anth. = φώριος См. φωριος 1

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "φωριδιος" в других словарях:

  • φωρίδιος — stolen masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φωρίδιος — ία, ον, Α (ποιητ. τ.) φώριος*, κλεμμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < φώρ + κατάλ. ίδιος (πρβλ. αἰφν ίδιος, οἰκ ίδιος)] …   Dictionary of Greek

  • φωρίδιον — φωρίδιος stolen masc acc sg φωρίδιος stolen neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φωριδίοισιν — φωρίδιος stolen masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φωριδίῳ — φωρίδιος stolen masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»